- προσεκλέγονται
- πρός , ἐκ-λέγω 1laypres ind mp 3rd plπρός , ἐκ-λέγω 3laypres ind mp 3rd plπρόσ-ἐκλέγωpickpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεκλέγω — Α 1. αφαιρώ, αποσπώ κάτι ακόμη (α. «καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] προσεκλέγειν», Γέλ. β. «τόκους καὶ ἐπιτοκίας προσεκλέγειν», Φίλ.) 2. μέσ. προσεκλέγομαι επιλέγω κάτι για τον εαυτό μου επιπροσθέτως («προσεκλέγονται δ οὗτοι πάλιν αὐτοὶ τοὺς ἴσους… … Dictionary of Greek